Η γενιά των 20 λέξεων
Η γενιά μας συχνά σχολιάζεται ως η "γενιά των 700 ευρώ".
Τώρα τελευταία έχει τύχει να υποπέσουν στην αντίληψή μου κάτι άρθρα για τη "γενιά των 200 λέξεων", ενώ, σε μερικές περιπτώσεις, προχωρούν οι υπογράφοντες ακόμα παραπέρα, μιλώντας μέχρι και για "γενιά των 20 λέξεων". Και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Χωρίς να διαφωνώ σε γενικές γραμμές με τη βασική σκέψη πάνω στην οποία στηρίζονται οι εν λόγω υπερβολές, πιστεύω πως θα έπρεπε σε μερικά πράγματα να επαναπροσδιορίσουμε την οπτική μας γωνία.
Η κακή χρήση της γλώσσας είναι από τα πράγματα που προσωπικά με ενοχλούν πολύ και έχω την εντύπωση πως συνηθίζω να έχω σχετικώς αυστηρά κριτήρια πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, δεν ευθύνεται τόσο ο νέος για την εκφραστική του πενία, ούτε και θα ήταν ακριβές να καταγγέλλουμε μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Πολύ περισσότερο δε, δεν είναι αυτό το κύριο ζήτημα.
Αποδεχόμενοι ότι οι γλώσσες έχουν φτιαχτεί για να υπηρετούν την επικοινωνία και την έκφραση (και όχι το αντίστροφο), παραδεχόμαστε νομίζω και ότι, στην πραγματικότητα, το κύριο ζήτημα έγκειται στα αδιέξοδα της καθημερινής ζωής του νέου. Το κύριο ζήτημα είναι πώς έχει καταντήσει ο νέος άνθρωπος έτσι ώστε να μην του χρειάζονται περισσότερες από 20 ή τέλος πάντων 200 λέξεις για να πει αυτά που θέλει. Το κύριο ζήτημα είναι πόσο λίγο ζει ο νέος αυτός άνθρωπος, πόσο ομοιογενής είναι η βάση των βιωμάτων του, πόσο λίγες οι καινούριες εικόνες του και πόσο λίγες οι σκέψεις που παράγει, πόσο περιορισμένος είναι και τελικά πόσο λίγο τον ενδιαφέρει να μην είναι έτσι.
Αυτό μας δείχνει η ιστορία αυτή με την εκφραστικά φτωχή γενιά. Ότι δεν έχει τι να πει, ότι δεν έχει ανάγκη να πει πράγματα που να χρειάζονται περισσότερες από λίγες λέξεις. Και αυτό είναι το σοβαρό. Η ελλιπής γνώση και η λανθασμένη χρήση της γλώσσας είναι σαφώς δευτερεύουσας σημασίας.
Αλλά, επιπλέον, ακόμα και πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να πω πως, τόσο οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι όσο και οι διάφοροι απανταχού αυτόκλητοι τοποτηρητές της τάξεως του ιερού παρελθόντος, καλό θα ήταν ίσως να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους και, κυρίως, να κοιτάξουν τον κόσμο κατάματα. Η γλώσσα είναι κάτι που εξελίσσεται και αλλάζει, αλλιώς θα μιλούσαμε όλοι ακόμα σαν τους αρχαίους. Ακριβώς από την καθημερινή φθορά είναι που έχουμε φτάσει από εκείνη την έκδοση της ελληνικής μέχρι τη σημερινή και η προσαρμοστικότητά της αυτή είναι που ευθύνεται για τη διατήρησή της μέχρι και σήμερα σε μια μορφή ζωντανή, απλή και εύχρηστη. Είναι σημαντικό να μιλάμε σωστά, αλλά είναι και κάπως υστερικές οι εμμονές πολλών με πράγματα που μάλλον δεν μπορούν οι ίδιοι να κατανοήσουν, όπως η διείσδυση ξένων λέξεων στο ελληνικό λεξιλόγιο ή η χρησιμοποίηση φράσεων αργκό που φαινομενικά δεν έχουν κανένα αξιολογήσιμο νόημα.
Με λίγα λόγια, δε θα κατηγορούσα ούτε τη σύγχρονή μας αλλά ούτε και καμία άλλη γενιά που δεν κρίνεται (και ποτέ δεν κρίνεται) από την προηγούμενη ως στημένη άξια επαρκώς απέναντι της.
Όπως και να ‘χει, οι γενιές και οι γλώσσες έχουν ένα κοινό. Είναι φορτωμένες με παρελθόν και με μέλλον.
ΥΓ: Είχα έναν καθηγητή στο Γυμνάσιο, του οποίου η επιμονή να μας εκμαιεύσει το σεβασμό απέναντι στην ελληνική γλώσσα ήταν στο σχολείο μας παροιμιώδης. Μετά από τόσα χρόνια, έχοντας πια διαμορφώσει τη δική μου άποψη για το τι εστί γλώσσα, μπορώ να αναγνωρίσω, χωρίς να συμμερίζομαι απόλυτα κάθε του προσέγγιση, ότι, αν μη τι άλλο, στο δικό του ζήλο οφείλω μέρος της αγάπης μου για τα σωστά ελληνικά και για το λόγο γενικότερα. Πριν λίγη ώρα, διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός διατηρεί το δικό του ιστολόγιο, το οποίο θα βρείτε εδώ. Η σημερινή μου ανάρτηση είναι αφιερωμένη σ’ αυτόν και στις πολλές μακρόσυρτες ώρες που έχουμε περάσει μαζί σε σχολική αίθουσα.
Τώρα τελευταία έχει τύχει να υποπέσουν στην αντίληψή μου κάτι άρθρα για τη "γενιά των 200 λέξεων", ενώ, σε μερικές περιπτώσεις, προχωρούν οι υπογράφοντες ακόμα παραπέρα, μιλώντας μέχρι και για "γενιά των 20 λέξεων". Και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Χωρίς να διαφωνώ σε γενικές γραμμές με τη βασική σκέψη πάνω στην οποία στηρίζονται οι εν λόγω υπερβολές, πιστεύω πως θα έπρεπε σε μερικά πράγματα να επαναπροσδιορίσουμε την οπτική μας γωνία.
Η κακή χρήση της γλώσσας είναι από τα πράγματα που προσωπικά με ενοχλούν πολύ και έχω την εντύπωση πως συνηθίζω να έχω σχετικώς αυστηρά κριτήρια πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, δεν ευθύνεται τόσο ο νέος για την εκφραστική του πενία, ούτε και θα ήταν ακριβές να καταγγέλλουμε μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Πολύ περισσότερο δε, δεν είναι αυτό το κύριο ζήτημα.
Αποδεχόμενοι ότι οι γλώσσες έχουν φτιαχτεί για να υπηρετούν την επικοινωνία και την έκφραση (και όχι το αντίστροφο), παραδεχόμαστε νομίζω και ότι, στην πραγματικότητα, το κύριο ζήτημα έγκειται στα αδιέξοδα της καθημερινής ζωής του νέου. Το κύριο ζήτημα είναι πώς έχει καταντήσει ο νέος άνθρωπος έτσι ώστε να μην του χρειάζονται περισσότερες από 20 ή τέλος πάντων 200 λέξεις για να πει αυτά που θέλει. Το κύριο ζήτημα είναι πόσο λίγο ζει ο νέος αυτός άνθρωπος, πόσο ομοιογενής είναι η βάση των βιωμάτων του, πόσο λίγες οι καινούριες εικόνες του και πόσο λίγες οι σκέψεις που παράγει, πόσο περιορισμένος είναι και τελικά πόσο λίγο τον ενδιαφέρει να μην είναι έτσι.
Αυτό μας δείχνει η ιστορία αυτή με την εκφραστικά φτωχή γενιά. Ότι δεν έχει τι να πει, ότι δεν έχει ανάγκη να πει πράγματα που να χρειάζονται περισσότερες από λίγες λέξεις. Και αυτό είναι το σοβαρό. Η ελλιπής γνώση και η λανθασμένη χρήση της γλώσσας είναι σαφώς δευτερεύουσας σημασίας.
Αλλά, επιπλέον, ακόμα και πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να πω πως, τόσο οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι όσο και οι διάφοροι απανταχού αυτόκλητοι τοποτηρητές της τάξεως του ιερού παρελθόντος, καλό θα ήταν ίσως να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους και, κυρίως, να κοιτάξουν τον κόσμο κατάματα. Η γλώσσα είναι κάτι που εξελίσσεται και αλλάζει, αλλιώς θα μιλούσαμε όλοι ακόμα σαν τους αρχαίους. Ακριβώς από την καθημερινή φθορά είναι που έχουμε φτάσει από εκείνη την έκδοση της ελληνικής μέχρι τη σημερινή και η προσαρμοστικότητά της αυτή είναι που ευθύνεται για τη διατήρησή της μέχρι και σήμερα σε μια μορφή ζωντανή, απλή και εύχρηστη. Είναι σημαντικό να μιλάμε σωστά, αλλά είναι και κάπως υστερικές οι εμμονές πολλών με πράγματα που μάλλον δεν μπορούν οι ίδιοι να κατανοήσουν, όπως η διείσδυση ξένων λέξεων στο ελληνικό λεξιλόγιο ή η χρησιμοποίηση φράσεων αργκό που φαινομενικά δεν έχουν κανένα αξιολογήσιμο νόημα.
Με λίγα λόγια, δε θα κατηγορούσα ούτε τη σύγχρονή μας αλλά ούτε και καμία άλλη γενιά που δεν κρίνεται (και ποτέ δεν κρίνεται) από την προηγούμενη ως στημένη άξια επαρκώς απέναντι της.
Όπως και να ‘χει, οι γενιές και οι γλώσσες έχουν ένα κοινό. Είναι φορτωμένες με παρελθόν και με μέλλον.
ΥΓ: Είχα έναν καθηγητή στο Γυμνάσιο, του οποίου η επιμονή να μας εκμαιεύσει το σεβασμό απέναντι στην ελληνική γλώσσα ήταν στο σχολείο μας παροιμιώδης. Μετά από τόσα χρόνια, έχοντας πια διαμορφώσει τη δική μου άποψη για το τι εστί γλώσσα, μπορώ να αναγνωρίσω, χωρίς να συμμερίζομαι απόλυτα κάθε του προσέγγιση, ότι, αν μη τι άλλο, στο δικό του ζήλο οφείλω μέρος της αγάπης μου για τα σωστά ελληνικά και για το λόγο γενικότερα. Πριν λίγη ώρα, διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός διατηρεί το δικό του ιστολόγιο, το οποίο θα βρείτε εδώ. Η σημερινή μου ανάρτηση είναι αφιερωμένη σ’ αυτόν και στις πολλές μακρόσυρτες ώρες που έχουμε περάσει μαζί σε σχολική αίθουσα.