Monday, February 22, 2010

Ο λόφος με τις παπαρούνες

Είναι και μια μέρα χαρούμενη μέσα στις άσκημες μέρες της πορείας. Μια μέρα γαλάζια και κόκκινη, με ανοιξιάτικο ουρανό, γεμάτη μαβιά μάτια, κόκκινα αγριολούλουδα και αργά μελαγχολικά τραγούδια.
Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. Ξεκουραζόταν ένα ρούσικο σύνταγμα, που τραβούσε κι αυτό για το μέτωπο. Εκεί μας σταματήσανε κι εμάς. Είχε νερό μπόλικο και πρασινάδα εκεί δίπλα. Στήσαμε πυραμίδες τα όπλα και φάγαμε κοντά τους. Μας σίμωσαν κάτι μεγαλόσωμα παλικάρια με τριανταφυλλιά μάγουλα, με χοντρές μπότες και μπλούζες παιδιάτικες δίχως κουμπιά. Τα πηλίκιά τους είχαν κεραμίδι στενούτσικο.


- Γκιρτς;

- Γκιρτς.

- Κριστιάν;

- Κριστιάν.

- Ορτοντόξ;

- Ορτοντόξ.


Μας δεχτήκανε με χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και μεις γελούσαμε, μας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα μεγάλα τους χέρια μας χτυπούσανε στην πλάτη. Τραβούσανε και μας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σεντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεμασμένα με αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε με τον ορθόδοξο τρόπο.


- Κριστιάν! Κριστιάν!


Φάγαμε μαζί, κουβεντιάσαμε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρι ο ένας απ’ τη γλώσσα τ’ αλλουνού. Όμως συνεννοηθήκαμε περίφημα. Η αγάπη κι η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα.

Βρήκα κι ένα νεότατον αξιωματικό, λεπτοκαμωμένο σαν κορίτσι, με μεγάλα γυαλιά και γελαζούμενα χείλη, που θυμόταν απ’ το σκολειό του μερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά σαν του καλαμποκιού, είχε κι ένα χρυσό μουστακάκι.


- Ημείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώμεθαν! Οδησσόν λίαν Έλληνες! Λίαν!


Πήρε ύφος και μου απάγγειλε κάτι αλαμπουρνέζικα, που, όπως με βεβαίωσε ήταν Όμηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάμανε μια μεγάλη χορωδία και μας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Καμπόσοι τα κομπανιάριζαν με κάτι μακριές μπαλαλάικες που τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά με το ντουφέκι τους. Δεν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, μα σίγουρα θα μιλούσαν για ένα δάσος χιονισμένο, για ένα χωριό χιονισμένο, που οι μπουχαρίδες των καλυβιών του θυμιάζουνε γαλάζιον καπνό μέσα στον παγωμένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες με χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω απ’ τα κλειστά τους τζάμια, με το λευκό κούτελο ακουμπισμένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά
με το δάχτυλό τ’ αχνισμένο τζάμι και βλέπουνε στα χαμένα, μακριά, μακριά, το ρούσικο κάμπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέμελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα μονοπάτι χαραγμένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα μονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε μακριά, μακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέμελα. Ίσως και πέρα απ’ τη ζωή. Οι μορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα μάτια βούρκωναν. Σαν τέλειωσαν το τραγούδι μείναμε πολλήν ώρα ακίνητοι μαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της μουσικής, που ενώνει τις καρδιές, γιατ’ είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη.
Σαν κάμαμε τις τετράδες για να φύγουμε, οι ρούσοι βάλανε παπαρούνες μέσα στις μπούκες των τουφεκιών μας. Ήτανε σα μια παράξενη λιτανεία με ατσαλένιες λαμπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούμενη φλόγα.


- Αντίο! Αντίο!

Ο πολύ νέος αξιωματικός πετά το καπέλο του, λυγερός, σχεδόν διάφανος μέσα στο φως.

- Χαίρε, λίαν, Έλληνες! Χαίρε!


Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσμο! Άφθονη σαν ποτάμι που χύνεται μέσα σ’ έναν κάμπο. Ανθισμένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. Δεν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.



Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Η ζωή εν τάφω” του Στράτη Μυριβήλη. Μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας την είδηση ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες βρήκαν στο Χελμάντ μόνο λιβάδια με παπαρούνες, που οι Αφγανοί Παστούν είχαν εγκαταλείψει φεύγοντας.

Wednesday, February 17, 2010

Σκέφτομαι και γράφω

Δεν ξέρω τι μου έχει λείψει περισσότερο, να σκέφτομαι ή να γράφω.
Το θέμα εδώ μάλλον είναι ότι είμαι πολύ πιο αυστηρός ως προς τι αξίζει να γράψω. Αυτό που προσπαθώ να προσδιορίσω είναι αν είμαι πιο αυστηρός γενικότερα ως προς το τι αξίζει να σκεφτώ. Δεν είμαι σίγουρος δηλαδή αν σκέφτομαι πια τόσο πολύ, πράγμα περίεργο, γιατί ελεύθερος χρόνος δε μου λείπει και ούτε θα μπορούσα να πω ότι στο κεφάλι μου είναι τα πάντα λυμένα.
Έχω την εντύπωση ότι μεγαλώνοντας απογοητεύομαι όλο και περισσότερο από τον κόσμο. Όχι τον κόσμο με την έννοια του σύμπαντος, του όλου που μας περιβάλλει, της πουτάνας άπονης ζωής, του συστήματος που μας πολεμάει, κλπ.. Αυτά είναι κλισέ. Τον κόσμο, δηλαδή τους ανθρώπους, δηλαδή εσάς. Είναι κι αυτό κλισέ, αλλά λιγότερο.
Και λέω "εσάς", γιατί μου έχω φτιάξει νομίζω μία εικόνα του εγώ που δε μου πολυταιριάζει μέσα σ' αυτό το "εσάς", ή το αντίστροφο, και μετά πάλι σκέφτομαι αν είναι τόσο ελιτίστικο και υπερφίαλο αυτό ή αν αυτό είναι το υγιές σήμερα για κάποιον που σέβεται τον εαυτό του. Και μετά ορίστε, μπλέκω αυτό το "σήμερα" μέσα στη σκέψη, που μου θυμίζει όλους αυτούς τους ψευτονοσταλγούς εκείνου του ανθρώπινου αθώου παρελθόντος, όταν τα παιδάκια μεγάλωναν χωρίς βιντεοπαιχνίδια, και ακούγομαι και πάλι κλισέ. Κάτι το οποίο δεν μπορώ να ανεχτώ (ελιτιστής ων και διατρέχοντας την όψιμη εφηβεία που λέει η μάνα μου), να μοιάζω με το μέσο μέτριο Έλληνα 40ρη. Κι έτσι καταλήξαμε πάλι σ' αυτό το "εσάς" που με ενοχλεί, με τη διαφορά πως έχει αποκτήσει πλέον έναν ηλικιακό προσδιορισμό που αυτήν τη στιγμή δε με ενδιαφέρει να σχολιάσω, μαζί όμως και μ' αυτό το "Έλληνα" που είπα, που με τη σειρά του μου θυμίζει εκείνο το "...αν ήμασταν στη Γερμανία τώρα, εκεί όλα είναι τετράγωνα, οι σχέσεις γραμμικές και τα τραίνα είναι στην ώρα τους..." και μου βγαίνουνε κάτι σπυράκια (όψιμη εφηβεία γαρ). Αδιέξοδο είστε.
Οπότε δε λέω τίποτα για εσάς, δε λέω τίποτα γενικώς, και στο τέλος θα καταντήσω σαν τη στήλη του Χρήστου Μιχαηλίδη, που έχει γίνει πλέον κάτι σαν τα Oddly enough του REUTERS.
Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ΡΑΔΙΟ ΑΡΒΥΛΑ. Να μαζεύομαι κάθε βράδυ με τους φίλους μου, να λέμε 10 μαλακίες και να πληρωνόμαστε κιόλας γι' αυτό.