Wednesday, October 31, 2007

"Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα..."

... είχε γράψει η Emily Dickinson.
Και συνέχισε η Μαρία Πολυδούρη:
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
"Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.
Με αγάπη,
Μαρία Πολυδούρη

Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε την αυγούλα της τελευταίας μέρας του Απριλίου του 1930, στα 28 της χρόνια, σε μια κλινική της Αθήνας, όπου νοσηλευόταν, πληγωμένη από φυματίωση, όπως ακριβώς το είχε πει στο γράμμα της και στα ποιήματά της.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι-
φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

Πολλοί πιστεύουν ότι έθεσε τέρμα στη ζωή της με ενέσεις μορφίνης.
Το προηγούμενο μόλις καλοκαίρι, είχε γράψει:

Αὐτὸς ποὺ αὐτοκτονεῖ γιατὶ τοῦ ἦρθε μιὰ μεγάλη λύπη στὴ ζωή, αὐτὸς εἶνε ἕνας ἀνάξιος τῆς ζωῆς, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἔχη δεχτῆ καθόλου. Εἶνε ἕνας μικρόψυχος. Ἑξαιρῶ ὅσους αὐτοκτονοῦν γιατί εἶνε ἄρρωστοι, εἴτε σωματικά, εἴτε ψυχικά. Φυσικὰ εἶνε ταπεινωτικὸ νὰ ζῆ κανεὶς στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, κι’ ὅμως νὰ ζῆ! Μὰ δὲν πρόκειται γι’ αὐτούς, τώρα. Ὁ πόνος εἶνε τὸ φριχτὸ καὶ τὸ μεγάλο δῶρο. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ στραγγίσης τὴ ζωὴ ὡς τὴν τελευταία σταγόνα. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ παλαίψης, ὁ ἀγώνας εἶνε ἡ ζωή. Ἡ ἀντίδρασή σου σὲ κάθε χτύπημα εἶνε μιὰ νίκη, ὅσο κι ἂν χάνεις λίγο λίγο ἔδαφος, γιατί βέβαια ἐσὺ θὰ ἐξαντληθῆς ὄχι ἡ ζωή. // Μὰ αὐτὴ ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθεια, τὸ κατανάλωμα τῆς ψυχῆς μας, τῆς ζωῆς μας ὅλης, τί ἀφάνταστα φριχτὸ καὶ τί σεμνὰ μεγαλειῶδες! «Καθῆκον» λέξις τριμμένη, σχεδὸν χωρὶς οὐσία καὶ μισητή. Τί ἀνύψωμα θἄπρεπε νὰ τῆς δώσω, τί ντύσιμο νὰ τῆς κάνω –μᾶλλόν τι ξεντύσιμο- γιὰ νὰ τὴ δώσω στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς! Ἕνα καθῆκον εὐγενείας. Εἶνε εὐγένεια τὸ δόσιμο στὴν καταστροφὴ τῆς ζωῆς. Πόσες γωνιὲς τῆς ψυχῆς σου θὰ φωτισθοῦν, τί ἐξαΰλωμα, ἐξαγίασις ὁ σπαραγμός, ἡ συντριβή, ἡ ταπεινωσύνη. Στὸ βάθος τοῦ πόνου ὁλοένα, ποὺ νὰ τελειώνουν ὅλα μπρὸς στὰ μάτια σου, ποὺ νὰ σοῦ λείπει ἡ πνοή, ποὺ νὰ νιώθῃς κάθε στιγμὴ τὴ λόγχη στὰ σπλάχνα, ἔτσι πέρνεται ἡ μεγάλη γαλήνη τῆς μορφῆς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς Ζωῆς: ἕνας ἄξιος ἄνθρωπος! Ἔτσι μόνο θ᾿ ἀξιωθῆς, ὅταν ἡ μεγάλη στιγμὴ φτάση, νὰ καταλάβεις βαθιὰ ὅτι ἔζησες, ὅτι τὴ Ζωὴ τὴν πῆρες ὅλη, ὅτι τόσο τὴν ἐξάντλησες, ὥστε ἂν κανεὶς σοῦ πρότεινε ἕνα ξαναγύρισμα νὰ ἀρνηθῇς μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ ἁπλότητα.

Ο Κ., που αναφέρει στο γράμμα της, ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης, άρρωστος κι αυτός, με σύφιλη, έχει αυτοκτονήσει με ένα περίστροφο την 21η Ιουλίου του 1928 στην τοποθεσία Βαθύ της Πρέβεζας, όπου είχε αποσπαστεί ως νομαρχιακός υπάλληλος ένα μήνα πριν. Το προηγούμενο βράδυ είχε αποπειραθεί να πνιγεί στη θάλασσα, κοντά στο Μονολίθι, ανεπιτυχώς όμως, καθώς ήταν πολύ καλός κολυμβητής. Το πρωί, γύρισε σπίτι του, ήπιε ένα ποτήρι γάλα που του προσέφερε η σπιτονοικοκυρά του και έφυγε για ένα καφενείο της περιοχής, κοντά στο οποίο αργότερα, όπως γράφει η αναθηματική στήλη που του έφτιαξαν οι ντόπιοι, "βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά", κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του, βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε:

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.

Monday, October 29, 2007

Imagine 89.7

Θυμάστε την αγαπημένη μου Ραφαέλλα...;
Από σήμερα το πρωί και κάθε πρωί καθημερινής, 7 με 10, μαζί με το Βασίλη Σωτηρίου, στον καινούριο Imagine 89.7 της Θεσσαλονίκης.
Εδώ και το site, για να ακούτε το σταθμό live μέσω Internet.
Καλή αρχή! Και στη Ραφαέλλα και στο σταθμό που φαίνεται πολύ πολύ ενδιαφέρων...

Tuesday, October 23, 2007

10 φωτογραφίες που έγραψαν ιστορία

Η φωτογραφία του Che

Η διάσημη φωτογραφία του Che Guevara, η τυπική εικόνα του ηρωικού αντάρτη που φαίνεται το πρόσωπό του με μαύρο μπερέ ατενίζοντας κάποιο απόμακρο σημείο, λήφθηκε από τον Alberto Korda στις 5 Μαρτίου του 1960, όταν ο Guevara ήταν 31 ετών, σε έναν ενταφιασμό ενός από τα θύματα της έκρηξης του Coubre, αλλά δε δημοσιεύθηκε, παρά επτά χρόνια αργότερα.
Το ίδρυμα τέχνης του Μέρυλαντ την ονόμασε "διασημότερη φωτογραφία και πιο γραφική εικόνα του κόσμου στον 20ο αιώνα". Είναι ίσως η πιο αναπαραγμένη εικόνα στην ιστορία, που εμφανίζεται σε αφίσες, σε μπλούζες, σε έργα της τέχνης, και ένα μακρύ κατάλογο από διάφορα άλλα.
Καθιερώθηκε ως ένα καθολικό σύμβολο της επανάστασης, σε όλες τις ερμηνείες του. Συνεχίζει να είναι ένα σύμβολο για τους νέους με κεντρικό άξονα τις πολιτικές τάσεις.
Η αγωνία της Omayra

Η Omayra Sanchez ήταν ένα θύμα του χιονισμένου ηφαιστείου Ruiz κατά τη διάρκεια της έκρηξης που κατέστρεψε την πόλη Gunsmith, στην Κολομβία, το 1985.

Η Omayra ήταν 3 ημέρες στη λάσπη, το νερό και τα ερείπια του σπιτιού της. Ήταν 13 ετών και κατά τη διάρκεια που ήταν εγκλωβισμένη ήταν επάνω στα πτώματα των συγγενών της. Όταν το άτομο που δίνει τις πρώτες βοήθειες δοκίμασε να τη βοηθήσει, είδε ότι ήταν αδύνατο, δεδομένου ότι για να τη βγάλουν έπρεπε να ακρωτηριάσουν τα πόδια της, εντούτοις στερήθηκε τη χειρουργική επέμβαση και πέθανε. Η άλλη επιλογή ήταν να φέρουν μια μηχανική αντλία για να απορροφήσει την περισσότερη λάσπη στην οποία ήταν βυθισμένη. Η μόνη διαθέσιμη αντλία ήταν μακριά από την περιοχή. Η Omayra ήταν δυνατή μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της, σύμφωνα με το άτομο που της έδωσε τις πρώτες βοήθειες και τους δημοσιογράφους που την περιέβαλλαν. Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών, σκεφτόταν μόνο την επιστροφή στο σχολείο και τις εξετάσεις της.

Ο φωτογράφος Frank Fournier, δημιούργησε μια φωτογραφία της Omayra που έκανε αίσθηση στον κόσμο και δημιουργήθηκε αντίδραση για την αδιαφορία της κολομβιανής κυβέρνησης όσον αφορά τα θύματα. Η φωτογραφία δημόσιευτηκε μήνες μετά από το θάνατο του κοριτσιού. Πολλοί βλέπουνε σε αυτήν την εικόνα του 1985 την αρχή αυτού που σήμερα ονομάζουμε 'παγκοσμιοποίηση', επειδή η αγωνία της φάνηκε μέσα από τις κάμερες της τηλεόρασης σε όλο τον κόσμο.

Το κορίτσι του Vietnam


Στις 8 του Ιουνίου του 1972, ένα αμερικανικό αεροπλάνο βομβάρδισε με napalm τον πληθυσμό του Trang Bang. Εκεί βρισκόταν η Kim Phuc με την οικογένειά της. Με τα ρούχα της να καίγονται, το κορίτσι, εννέα ετών, έτρεξε έξω με τον κόσμο. Κατόπιν, όταν καταστράφηκαν τα ρούχα της, ο φωτογράφος Nic Ut τράβηξε τη διάσημη φωτογραφία.

Αμέσως, ο Nic Ut την πήγε στο νοσοκομείο. Παρέμεινε εκεί για 14 μήνες και πέρασε από 17 επεμβάσεις δέρματος. Οποιοσδήποτε βλέπει τη φωτογραφία μπορεί να δει το βάθος του βασάνου, την απόγνωση, τον ανθρώπινο πόνο του πολέμου, ειδικά για τα παιδιά.

Σήμερα η Pham Thi Kim Phuc, το κορίτσι της φωτογραφίας, είναι παντρεμένη με 2 παιδιά και κατοικεί στον Καναδά. Προεδρεύει στο ίδρυμα "Kim Phuc", αφιερωμένο στη βοήθεια των νέων θυμάτων του πολέμου και είναι πρέσβειρα της UNESCO.

Εκτέλεση στη Saigon

"Ο συνταγματάρχης δολοφόνησε το φυλακισμένο. Εγώ δολοφόνησα το συνταγματάρχη με τη φωτογραφική μηχανή μου."

Ο Eddie Adams, στρατιωτικός φωτογράφος, ήταν ο συντάκτης αυτού του στιγμιοτύπου που παρουσιάζει, την 1η Φεβρουαρίου του 1968, την εν ψυχρώ δολοφονία, από αξιωματικό της αστυνομίας της Saigon, ενός αντάρτη των Vietcong, με δεμένα τα χέρια πίσω, ακριβώς τη στιγμή που τον πυροβολεί.

Ο Adams, ο οποίος ήταν ανταποκριτής σε 13 πολέμους, πήρε γι’ αυτήν τη φωτογραφία βραβείο Pulitzer, αλλά είχε συναισθηματικές επιπτώσεις σε αυτόν, το ότι έγινε φωτογράφος του τέλειου κόσμου.

Η μικρή Αφγανή

Η Sharbat Gula φωτογραφήθηκε όταν ήταν 12 ετών από το φωτογράφο Steve McCurry, τον Ιούνιο του 1984. Ήταν στο στρατόπεδο προσφύγων Nasir Bagh του Πακιστάν, κατά τη διάρκεια του πολέμου ενάντια στη σοβιετική εισβολή. Η φωτογραφία της δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του National Geographic τον Ιούνιο του 1985 και, λόγω του εκφραστικού προσώπου των πράσινων ματιών της, το εξώφυλλο έγινε ένα από τα διασημότερα του περιοδικού.
Εντούτοις, εκείνη τη στιγμή κανένας δεν ήξερε το όνομα του κοριτσιού. Ο ίδιος ο άνδρας ο οποιος τη φωτογράφισε, ο Steve McCurry, έκανε έρευνα για την ανεύρεση του νεαρού ατόμου που διήρκεσε 17 χρόνια. Ο φωτογράφος έκανε πολυάριθμα ταξίδια στην περιοχή μέχρι που, τον Ιανουάριο του 2002, βρήκε το κορίτσι που ήταν πλέον μια γυναίκα 30 ετών.
Η Sharbat Gula ζούσε σε ένα μακρινό χωριό του Αφγανιστάν, παραδοσιακή γυναίκα pashtun, παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών. Είχε επιστρέψει στο Αφγανιστάν το 1992. Κανένας δεν είχε επιστρέψει με τη φωτογραφία μέχρι τότε και δεν ήξερε ότι το πρόσωπό της είχε γίνει διάσημο. Η ταυτότητα της γυναίκας επιβεβαιώθηκε κατά 99,9% με τη βοήθεια μιας τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου του FBI και της σύγκρισης της ίριδας των ματιών.

Το φιλί στην Time Square

Το αποχαιρετιστήριο φιλί του πολέμου λήφθηκε από τον Victor Jorgensen στην Times Square την 14η Αύγουστου του 1945, βλέποντας ένα στρατιώτη του αμερικανικού ναυτικού ενθουσιωδώς να φιλά μια νοσοκόμα.

Αντίθετα από το τι νομίζουμε, αυτά τα 2 πρόσωπα δε γνωρίζονταν, ήταν τελείως ξένοι. Η φωτογραφία, όλα μια εικόνα, θεωρείται το ανάλογο της διέγερσης και του πάθους που νιώθεις όταν επιστρέφεις στο σπίτι μετά από μια μακριά περίοδο, όπως επίσης της χαράς όταν τελειώνει ένας πόλεμος.

Ο άνδρας του τανκ της Tiananmen

Γνωστός ως "ο άγνωστος επαναστάτης". Αυτό ήταν το παρωνύμιο που αποδόθηκε σε έναν ανώνυμο άνδρα που έγινε διεθνώς διάσημος φωτογραφιζόμενος μπροστά σε μια σειρά από τάνκς κατά τη διάρκεια της καθιστικής επανάστασης στην πλατεία Tiananmen το 1989 στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Η φωτογραφία λήφθηκε από τον Jeff Widener, και εκείνη την ίδια νύχτα μπήκε στον τίτλο εκατοντάδων εφημερίδων και περιοδικών παγκοσμίως.

Ο άνδρας, που έμεινε ακίνητος και όρθιος ενώ τα τανκς ήρθαν κοντά του, κρατάει δύο παρόμοιες τσάντες, μια σε κάθε χέρι. Ενώ τα τανκς πλησίαζαν σε παράταξη, έκανε χειρονομίες, έτσι ώστε τελικά απομακρύνθηκαν. Σε απάντηση, το τανκ που ήταν επικεφαλής προσπάθησε να προχωρήσει, αλλά ο άνδρας το εμπόδιζε επανειλημμένα με τον τρόπο του, που δείχνει τεράστια αντοχή και αντίσταση.

Στη δύση, οι εικόνες του επαναστάτη παρουσιάστηκαν και επιδείχθηκαν ως ένα σύμβολο της κινεζικής δημοκρατικής μετακίνησης. Ένα νεαρό άτομο διακινδυνεύει τη ζωή του ενάντια σε ένα στρατιωτικό σμήνος. Μέσα στην Κίνα, η εικόνα χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση ως το σύμβολο της προσοχής των στρατιωτών του Δημοκρατικού Στρατού της Ελευθερίας για να προστατεύσει την κινεζική πόλη: παρά τις διαταγές να προχωρήσει, ο οδηγός του τανκ δεν το κάνει εάν αυτό προκαλέσει ζημία σε έναν πολίτη.

Η ήρεμη διαμαρτυρία

Ο Thich Quang Duc, γεννημένος το 1897, ήταν ένας Βιετναμέζος βουδιστής μοναχός (επίσης αποκαλούμενος Bonzos) που ταξίδεψε πολύ μέχρι το θάνατο του, σε μια οδό στη Saigon, στις 11 Ιουνίου του 1963.
Η πράξη διαμαρτυρίας του, που επαναλήφθηκε από άλλους μοναχούς, έγινε γνωστή επειδή πιστοποιήθηκε από τον David Halberstam. Ενώ το σώμα του καιγότανε, ο μοναχός έμεινε ακίνητος εντελώς. Δε φώναξε, ακόμη και καμένος δεν έκανε ούτε ένα θόρυβο.
Ο Thich Quang Duc διαμαρτυρόταν ενάντια στον τρόπο με τον οποίο ο κατακτητής πίεζε τη βουδιστική θρησκεία στη χώρα του. Μετά από το θάνατό του, το σώμα του αποτεφρώθηκε σύμφωνα με τη βουδιστική παράδοση. Κατά τη διάρκεια της καύσης, η καρδιά του έμεινε άθικτη, λόγος για τον οποίο θεωρήθηκε άγιος και η καρδιά του μεταφέρθηκε με την προστασία της Bank of Reserve of Vietnam ως λείψανο.
Αυτή είναι η προέλευση της έκφρασης "to burn itself to Bonzo", που είναι ο άλλος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται ότι δε χρησιμοποιείς αυτή τη μορφή για να ζήσεις τη ζωή, αλλά ότι αυτοκτονείς ως μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας.
Παρατηρώντας το θάνατο

Το 1994, ο λαμπρός φωτογράφος, ο Σουδανέζος Kevin Carter, κέρδισε το βραβείο Pulitzer με μια φωτογραφία που τραβήχτηκε στην περιοχή Ayod (ένα μικρό χωριό του Σουδάν), η οποία κυκλοφόρησε σε όλον τον κόσμο.
Στην εικόνα, η σκελετωμένη μορφή ενός μικρού κοριτσιού, σκυμμένου στη γη, εξαντλημένου από την πείνα, και στα πρόθυρα του θανάτου, ενώ στο βάθος, αναμένει ένας μαύρος γύπας προσεκτικά και περιμένει την ακριβή στιγμή του θανάτου του κοριτσιού.
Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Kevin Carter έχασε τη ζωή του.

The falling man

"The falling man" είναι ο τίτλος μιας φωτογραφίας που τραβήχτηκε από τον Richard Drew κατά τη διάρκεια των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 ενάντια στους Δίδυμους Πύργους του Κέντρου Παγκόσμιου Εμπορίου, στις 9:41:15 το πρωί.

Στην εικόνα, μπορείτε να δείτε την πτώση ενός άνδρα από έναν από τους πύργους, ο οποίος επέλεξε να πηδήξει στο κενό αντί του θανάτου από τη θερμότητα και τον καπνό.

Η δημοσίευση της φωτογραφίας αμέσως μετά από τις επιθέσεις εξόργισε τμήμα της αμερικανικής κοινής γνώμης. Αμέσως μετά, τα περισσότερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας αυτολογοκρίθηκαν, προτιμώντας να παρουσιάζουν απλώς φωτογραφίες πράξεων ηρωισμού και θυσίας.

Μια επιστημονική επεξεργασία θα αποκάλυπτε την ταυτότητα αυτού του άνδρα..

* Τα παραπάνω μου εστάλησαν με mail, τα βρήκα ενδιαφέροντα και σας τα παρουσιάζω.

Tuesday, October 09, 2007

Παραμύθι γιοκ

Είναι θλιβερό.
Είναι δύο βδομάδες τώρα που προσπαθώ να γράψω ένα παραμύθι και δε μου βγαίνει.
Ένα συγκεκριμένο παραμύθι. Είχα μια καλή ιδέα, το έγραψα σχεδόν όλο, δε μου άρεσε, έκοψα, έραψα, έσβησα, έγραψα, αλλά δεν τα κατάφερα. Πάνω από δέκα μέρες το έφτιαχνα και το χάλαγα, αλλά πολύ το ζάλισα και τα παράτησα.
Και το 'χα και ταγμένο.
Κάποια στιγμή στο μέλλον θα το γράψω, η ιδέα είναι πολύ καλή για να την αφήσω, προς το παρόν απλώς θα σταθώ μπροστά μου και θα ομολογήσω την αποτυχία μου:

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΥΓ: Αύριο τελειώνει η εξεταστική για μένα. Φεύγω για λίγες μέρες, να πιω ό,τι λεφτά μου έχουν μείνει, και θα επιστρέψω στη βάση μου. Δριμύς.