Να καεί το Λαγονήσι ξανά
Το προηγούμενο post γράφτηκε σε ώρες που δε θα έπρεπε να γράφονται posts.
Γι' αυτό και άργησα να το συμπληρώσω.
Το κάνω τώρα, λοιπόν, γιατί έχω την αίσθηση ότι δεν έγινα κατανοητός.
Την ατάκα για το Λαγονήσι την πέτυχα σε ένα chat, όπου ένα κωλοπαίδι καμάρωνε τον εαυτό του να χαίρεται να βλέπει το Λαγονήσι να απειλείται, γιατί, λέει, όλοι εκεί λεφτάδες είναι, δεν έχουν ανάγκη.
Αυτό δεν μπορώ να πω πως μου έκανε έκπληξη.
Αυτό που μπορώ να πω πως μου έκανε σε ένα βαθμό έκπληξη, είναι ότι οι μισοί σχεδόν από τους καλούς ανθρώπους που είχαν την ευγένεια να αφήσουν κάποιο σχόλιο στο κείμενό μου, έσπευσαν να συμφωνήσουν, ούτε λίγο - ούτε πολύ, το Λαγονήσι να καεί.
Γενικώς, παρατηρεί κανείς διάχυτη αυτή τη νοοτροπία του "να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα αφού δεν έχω κι εγώ μία", όπως την περιγράφει γλαφυρά η αγαπημένη Γεωργία.
Για να ξεκαθαρίσω, λοιπόν, εντελώς τη δική μου σκέψη από κάτι τέτοιο, θέλω να πω τα εξής.
Όταν ήμουν μικρός, επειδή οι γονείς μου γύριζαν αργά κάθε μέρα, είχαμε για αρκετό καιρό στο σπίτι μια γυναίκα, μέσης ηλικίας, που ερχόταν κάθε πρωί τις καθημερινές για να κάνει δουλειές και κυρίως να προσέχει τη μικρή, τότε, αδερφή μου. Πολύ καλή γυναίκα, η αδερφή μου την είχε μάθει ως "γιαγιά-Ε".
Ο άντρας της δούλευε στα λατομεία κοντά στο σπίτι μας. Μια μέρα, ο άνθρωπος απολύθηκε και η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους δυσκόλεψε σημαντικά. Έτσι, ο παππούς μου τότε μεσολάβησε, ζητώντας από έναν καλό του φίλο, έστω Β, μεγαλοεπιχειρηματία και ιδιοκτήτη πασίγνωστης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, να βολέψει τον άνθρωπο κάπου. Έτσι κι έγινε, ο Β είχε την καλοσύνη να φροντίσει αμέσως ώστε ο φίλος μας να πιάσει δουλειά σε ένα κοντινό σούπερ μάρκετ Β, παρ' όλο που η προχωρημένη ηλικία του, υπό άλλες συνθήκες, με τίποτα δε θα του εξασφάλιζε κάτι τέτοιο.
Μια μέρα, έβλεπε η... γιαγιά-Ε τηλεόραση στο σπίτι και έλεγαν οι ειδήσεις για κάποια βόμβα που είχαν βάλει κάποιοι ένα βράδυ σε κάποια τράπεζα και τα είχε κάνει γυαλιά καρφιά. Γυρίζει, λοιπόν, και λέει "ε ρεεε μια τέτοια βόμα να έπεφτε και στο σπίτι του Β..."...
Ο λόγος που ο Έλληνας μισεί τον εργοδότη του δεν είναι ταξικός. Είναι η ντροπή που νιώθει ο Έλληνας να κάθεται να δουλεύει για να πηγαίνει στο τέλος του μήνα και να απλώνει το χέρι να του δώσουν λεφτά. Το μίσος αυτό είναι απέναντι στο χέρι που του δίνει λεφτά, στο χέρι που έχει λεφτά. Στο χέρι που έχει λεφτά, τη στιγμή που το δικό του δεν έχει.
Αυτό είναι ο ορισμός του κόμπλεξ.
Μπορεί σε κάποιες χώρες που γνώρισαν την κακή εκδοχή του κομμουνισμού, να είναι σε ένα βαθμό δικαιολογημένο το μίσος που βράζει απένανατι σ' αυτούς που έχουν. Γιατί όταν έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα σύστημα που ορίζει ότι ο καθένας θα έχει από μισή κατσίκα (για να συνεχίσουμε με το παράδειγμα της Γεωργίας), ή μάλλον ότι το κράτος θα έχει όλες τις κατσίκες και ο καθένας θα παίρνει από μισό ποτήρι γάλα, τότε όταν κάποιοι πολύ λίγοι είχαν μια Σιβηρία κατσίκες, ήταν προφανές ότι κάπου υπήρχε λάκκος στη φάβα. Ήταν προφανές ότι ο κόσμος είχε εξαπατηθεί και ότι τα πάρα πολλά λεφτά των πάρα πολύ λίγων ήταν κλεμμένα από τους πάρα πολλούς που δεν είχαν ούτε τα πάρα πολύ λίγα που έπρεπε. Όταν, μάλιστα, οι πάρα πολύ λίγοι αυτοί δε δίσταζαν να τα επιδεικνύουν, με τον κόσμο να πεινάει, τότε το μίσος ναι, ήταν δικαιολογημένο.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε ζήσει τέτοιες καταστάσεις. Ο καπιταλισμός προσφέρει τις ευκαιρίες του. Κάποιοι πλουτίζουν, κάποιοι τα κουτσοβολεύουν, κάποιοι έχουν πρόβλημα. Αλλά αν ο Έλληνας νιώθει ότι ο πλούσιος έχει εξ ορισμού λεφτά που του ανήκουν, αυτό είναι κόμπλεξ δικό του.
Στη δική μας χώρα, μπορεί να υπάρχουν τόσοι και τόσοι φτωχοί πλην τίμιοι, όμως υποβόσκει συχνά ένας φθόνος προς το κεφάλαιο, που μπορεί να εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Από το ότι "μπορεί να είμαστε φτωχοί αλλά έχουμε καρδιά" (ενώ οι πλούσιοι είναι εξ ορισμού άνθρωποι κακοί, σκληροί και άκαρδοι, όπως έλεγα) σε όλες τις συναφείς εκφάνσεις του, μέχρι τη βόμβα στο σπίτι του Β και τη φωτιά στο Λαγονήσι.
Δεν είναι η ανέχεια που καλλιεργεί τέτοια μυαλά στην Ελλάδα. Είναι η μιζέρια.