Thursday, July 19, 2007

Κενό

Τι λες βρε γιαγιά…
Ξέρω πόσο πολύ με αγαπάς. Εσύ και τρεις-τέσσερις ακόμα. Δεν είναι παραπάνω.
Και είναι τόσο μα τόσο λίγοι αυτοί που με καταλαβαίνουν.
Και είναι τόσο μα τόσο κρίμα.
Δε σου δείχνω, μου λες, αν σ’ αγαπάω.
Μα τι λες…
Ποιον άλλον αγαπάω εγώ; Γιαγιά και αδερφή, δύο Μυρσίνες, δύο αδυναμίες. Μυρσίνη θα τη βγάλω και την κόρη μου, για σας τις δύο, που με αγαπάτε πιο πολύ απ’ όλους.
Και τώρα, γιαγιά…;
Τώρα αν πάθεις κάτι, γιαγιά, με ποιον θα μιλάω εγώ;
Ποιος θα μείνει σ’ αυτήν την οικογένεια να μιλάω και να με καταλαβαίνει;
Ποιος θα μου μιλάει τα καλοκαίρια στη βεράντα για πράγματα που δεν ξέρουν οι άλλοι, ποιος θα μου εξηγεί και ποιος θα με ηρεμεί σ’ αυτήν την οικογένεια όταν νευριάζω, ποιος θα με παίρνει τηλέφωνα όταν τσακώνομαι με τους άλλους, γιαγιά;
Ποιος θα με αγαπάει εμένα, γιαγιά…;
Τον τελευταίο καιρό νιώθω τόσο μα τόσο μα τόσο μόνος μου, δε με καταλαβαίνει κανείς, δεν έχει χρόνο κανείς να με καταλάβει, δε δίνει κανείς σημασία στα προβλήματά μου, στο αν πιέζομαι, στο πώς αισθάνομαι, σε τι ελπίζω, σε τίποτα, δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω.
Σήμερα κλαίω και είχα χρόνια να κλάψω.
Οι άνθρωποι που με αγαπάνε πραγματικά, πραγματικά όμως, χωρίς λόγο, γιατί έτσι, με κλειστά μάτια, και για πάντα, οι άνθρωποι που με αγαπάνε με κλειστά μάτια και για πάντα χωρίς να περιμένουν κάτι από μένα, χωρίς να πρέπει να περνάω εξετάσεις κάθε τόσο για να ανανεώνεται η αγάπη τους, είναι τόσο μα τόσο λίγοι…
Κάτι μας είπες, Ιάσονα.
Ναι, το ξέρω, θεωρητικά το ξέρω, αλλά εγώ είμαι καλός άνθρωπος, τους αγαπάω όλους, τους καταλαβαίνω όλους, ή τέλος πάντων έχω πάντα κάθε καλή διάθεση να προσπαθήσω, στεναχωριέμαι με τις στεναχώριες των άλλων και χαίρομαι με τις χαρές, πιέζομαι όταν πιέζονται, καταλαβαίνω και νιώθω. Τους αγαπάω τους ανθρώπους εγώ, ίσως δεν το δείχνω πάντα και σε όλους, αλλά τους αγαπάω.
Εμένα γιατί δε με αγαπάνε, δεν ξέρω.
Να και τώρα, τώρα ψάχνω έναν άνθρωπο να με καταλάβει, αλλά πού.
Αλλά τι είναι και τα δικά μου, γιαγιά, μπροστά στα δικά σου…
Κουράγιο, γιαγιά...
Και να βρεθούμε σε λίγες μέρες στη βεράντα οι δυο μας, να παίζουμε μπιρίμπα και να τρώμε φέτα και καρπούζι.
Καλή δύναμη, μαμά.
Κι εσύ, μικρό μου πόνυ, πόσο μα πόσο σε καταλαβαίνω κι εσένα…
Μακάρι να μπορούσα να ήμουν εκεί, μακάρι να μην έπρεπε να ήμουν εδώ, μακάρι να ήταν όλα αλλιώς, μακάρι, μακάρι, μακάρι…
Εμένα ποιος θα με καταλάβει, ακόμα δεν το βρήκα.