Sunday, December 31, 2006
Thursday, December 28, 2006
Η κυρία-Ν
Συγχαρητήρια
Thursday, December 21, 2006
Η μοναξιά του Αη-Βασίλη
Ποτέ δεν τον θυμόταν πια κανείς.
Σε λίγες ώρες ήταν η γιορτή του.
Φέτος δε θα πήγαινε πουθενά.
Ίσως και να ήταν αυτό ένα δώρο, αφού άλλο δώρο δε θα του έκανε ποτέ κανείς.
Ένα δώρο, για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια.
Ένα δώρο για τη γιορτή του.
Έβαλε τις μπότες του, βγήκε έξω στον κήπο και φώναξε τους ταράνδους για να τους αφήσει φαγητό. Ύστερα, πήγε στην αποθήκη να φορτωθεί ξύλα για το τζάκι. "Μεγάλη νύχτα σήμερα", σκέφτηκε…
Μπήκε μέσα στο σπίτι και τα απόθεσε στο τζάκι. Έκλεισε αργά τη μεγάλη ξύλινη πόρτα της εισόδου, κλείνοντας και τη χιονοθύελλα έξω, και γύρισε το κλειδί τέσσερις φορές αποφασιστικά. Κάθε μία από αυτές, κάθε ένας από τους τέσσερις αυτούς ολόιδιους χαρακτηριστικούς θορύβους, ακούστηκαν στο γέρο σα ριπές. Σα ριπές μέσα στο χιόνι.
Μόλις έβαλε τα ξύλα στο τζάκι, κατάλαβε ότι χρειαζόταν και προσανάμματα. Χαζεύοντας το μεγάλο δωμάτιο, το μάτι του έπεσε στη σακούλα με τα δώρα. Δίστασε στην αρχή, αλλά αμέσως κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Διάλεξε ένα χνουδωτό αρκουδάκι και ένα μικρό κέρινο ήρωα. Γυρνώντας προς το τζάκι, άρπαξε και πέντε-έξι γράμματα από τη μεγάλη στοίβα που είχε ξεμείνει εκεί από τον καιρό που τα παιδιά του έστελναν ακόμα γράμματα, και όλα αυτά τα παράχωσε προσεκτικά στα κενά μεταξύ των μεγάλων κορμών. Άναψε ένα σπίρτο και τους έβαλε φωτιά, μια φωτιά που πάντως ζέστανε το σπίτι αρκετά και φώτισε το χώρο. Και τον φώτισε πολύ, τόσο που ο γέρος θέλησε να κλείσει όλα τα υπόλοιπα φώτα.
Φίλους δεν είχε. Φίλος του ήταν μόνο εκείνο το παλιό ακορντεόν που τον συνόδευε παλιότερα τις ώρες της μοναξιάς του. Άνοιξε το σεντούκι και το έβγαλε από μέσα, τινάζοντάς το από τη σκόνη. Πήρε και το κονιάκ από το ράφι με τα ποτά και επιτέλους κάθησε δίπλα στο τζάκι.
Ξύπνησε μέσα στη νύχτα.. Το τζάκι έσβηνε. Σηκώθηκε να πάρει μια κουβέρτα από την ντουλάπα. Κοίταξε από το παράθυρο και πρόσεξε πως ο ουρανός ήταν ξάστερος. "Φτιάχνει ο καιρός", σκέφτηκε. "Ωραία. Είναι και η γιορτή μου αύριο". Γύρισε με την κουβέρτα, έβγαλε τη στολή του, έβγαλε και το σκουφάκι του, ξάπλωσε μπροστά από τη θράκα, κουκουλώθηκε και έκλεισε τα μάτια του. "Πρέπει να ξυπνήσω νωρίς", σκέφτηκε. "Είναι η γιορτή μου αύριo". Και ξαναβούλιαξε στον ύπνο.
Δεν ξύπνησε νωρίς.
Δεν ξύπνησε το πρωί, ούτε και το απόγευμα.
Δεν ξύπνησε στη γιορτή του.
Δεν ξύπνησε ποτέ.
Ο Αη-Βασίλης πέθανε εκείνο το βράδυ στον ύπνο του, μεθυσμένος και γυμνός.
Τα ρούχα του έμειναν εκεί δίπλα παρατημένα, για να θυμίζουν, ίσως, ότι αυτός ήταν κάποτε ο Άγιος των παιδιών.
Και το άδειο μπουκάλι του κονιάκ έστεκε κι αυτό εκεί, για να θυμίζει, με τη σειρά του, αυτό το θλιμμένο βράδυ.
Κανείς δεν τον αναζήτησε.
Κανείς, εκτός από τους ταράνδους του που μάταια περίμεναν φαγητό.
Κανείς ποτέ δε θα αντίκρυζε την εικόνα αυτή.
Κανείς ποτέ, εκτός από τον εαυτό του που θα στεκόταν για πάντα βλοσυρός και θλιμμένος στην προσωπογραφία του μεγάλου πίνακα, του κρεμασμένου πάνω από το τζάκι με τα σβησμένα κάρβουνα. Για πάντα βλοσυρός και θλιμμένος, κοιτώντας κουρασμένος τη σκηνή.
Σε λίγες μέρες είχαν πεθάνει και οι τάρανδοι.
Και τα χιόνια έλιωναν.
Tuesday, December 19, 2006
Patrasso
Monday, December 18, 2006
Friday, December 15, 2006
Anarchy in Greece
Monday, December 11, 2006
Μέρα φθινόπωρου
Μέρα μικρή, κρύα και βρεγμένη.
Και ασπρόμαυρη.
Μέρα φθινόπωρου.
Μα δε φυσάει…
Αδιάφορη μέρα.
Οικεία πρόσωπα, εικόνες απαράλλαχτες.
Θαρρείς κι οι σκέψεις ίδιες – κι οι αισθήσεις.
Κοιτάω απ’ το παράθυρο. Και περιμένω.
Αλήθεια, τι περιμένω…;
Δεν ξέρω ακριβώς.
Μία κίνηση. Μια αλλαγή.
Ίσως όχι σήμερα λοιπόν.
Ίσως κάποια άλλη μέρα.
Σήμερα η μέρα είναι ασπρόμαυρη.
Αδιάφορη μέρα.