Friday, September 01, 2006

Στον Χ (Το χρονικό της σιωπής)

Πάνε 2 χρόνια. Σαν τώρα το θυμάμαι.

Είχε χτυπήσει το τηλέφωνο, πρωί-πρωί. Ο Βασίλης ήταν.

Με έπεισε να κάτσω και μου το είπε.

Ο αδερφός σου. Σκοτώθηκε.

Το προηγούμενο βράδυ. Με το μηχανάκι.

Έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να μιλήσω άλλο.

Μου πήρε λίγα λεπτά να το χωνέψω.

Ο Σ… Ο αδερφούλης σου ο Σ…

Έπρεπε να σε πάρω, έπρεπε να σου μιλήσω, το ξέρω ότι έπρεπε.

Μα τι να σου πω…;

Θυμήθηκα τη μέρα που έφευγες.

Τότε που είχαμε έρθει όλοι οι φίλοι να σε αποχαιρετήσουμε.

Θυμάμαι που τους χαιρέτησες έναν-έναν. Φίλους πολλούς, φίλους καλούς.

Χαιρέτησες κι εκείνη. Εκείνη που ήταν η αφορμή.

Το ξέρω ότι το έχεις μετανιώσει. Κι εγώ δεν κρατάω κακίες και το ξέρεις. Αλλά το γυαλί έχει ραγίσει. Και το ξέρεις κι αυτό.

Το ήξερες και τότε. Και ήρθες να με χαιρετήσεις τελευταίο. Τον παλιό σου φίλο…

Μαζί βγάλαμε το δημοτικό. Συμμαθητές, ίδιο θρανίο. Συμπαίκτες στην ίδια πεντάδα. Στο ίδιο φροντιστήριο. Μαζί τα απογεύματα. Σπίτι μου ή σπίτι σου.

Και ήρθες να με χαιρετήσεις λοιπόν. Και περίμενες να σου πω κάτι. Τι να σου πω…;

Κι εσύ… Τι να πεις κι εσύ… Με αγκάλιασες και μου είπες «Τι να χωρέσεις τώρα σε ένα αντίο…».

Και δάκρυσες. Εσύ δάκρυσες! Και όμως. Το είδα ότι δάκρυσες…

Έτσι είχα δακρύσει κι εγώ τώρα. Έτσι έπρεπε κι εγώ τώρα να βρω τις λέξεις να χωρέσω κάτι. Ούτε που ήξερα τι.

Πήρα τηλέφωνο λοιπόν.

Ήταν η μαμά σου. Η κυρία-Κ.

Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Τι να πω…; «Συλλυπητήρια, δεν πειράζει, η ζωή συνεχίζεται, να ζήσετε να τον θυμάστε»…

21 χρονών παιδί…

Σκατά. Τι θα πει ‘συλλυπητήρια’…; Θα πει «δεν έχω ιδέα πώς νιώθεις και απλώς θέλω να πω κάτι».

«Γεια σας, κυρία-Κ. Ο Ιάσονας είμαι. Είναι εκεί ο Χ…; Μπορεί να μιλήσει…;»

Εκεί ήσουν. Πού αλλού θα ήσουν…

Αλλά δεν μπορούσες να μιλήσεις.

Έκλαιγες, το ξέρεις…; Μου έλεγες ότι θα αυτοκτονήσεις, ότι δεν έχει τίποτα νόημα πια, ο Σ ήταν τα πάντα…

Το ξέρω. Μαζί μεγαλώσαμε, μην το ξεχνάς.

Οι τρεις μας παίζαμε στο σπίτι σου. Μπάλα, ηλεκτρονικά, ξύλο… Θυμάμαι την κατάθλιψή σου όταν είχε αποφασίσει να πάει να μείνει με τον πατέρα του.

Θυμάμαι και όταν έφυγες, πόσο πολύ σκεφτόσουν τον αδερφό σου.

Θυμάμαι και τα κατορθώματά του, που μου διηγιόσουν πάντα… Πόσα τρίποντα είχε βάλει, πώς πηγαίνατε μαζί στο γήπεδο, πόσες γκόμενες είχε ρίξει, πώς σε είχε πάει στο μπουρδέλλο.

Τον θαύμαζες απεριόριστα. Ήταν το στήριγμα σου στην κατεστραμμένη σου οικογένεια.

Ήταν ο μεγάλος σου αδερφός. Τι άλλο να πω περισσότερο…

Ήταν όμως και πάει και εγώ τώρα σου μιλούσα στο τηλέφωνο και έπρεπε να σου απαντήσω όταν μου έλεγες να σε στηρίξουμε γιατί δε θα αντέξεις. Ω ναι. Το είπες και αυτό. Εσύ.

Εσύ που μου έμαθες να πιστεύω σε μένα και να κρατιέμαι μόνο από τον εαυτό μου.

Το κλείσαμε.

Η μέρα εκείνη πέρασε. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πώς. Αλλά πέρασε.

Πέρασε κι η επόμενη κι η μεθεπόμενη και δεν ήρθαμε στην κηδεία. Ντυθήκαμε, ετοιμαστήκαμε… Αλλά δεν ήρθαμε. Δεν ήθελες να έρθουμε και το ξέραμε. Δεν ήθελες να σε δούμε έτσι. Δεν ταιριάζαμε και με το κλίμα.

Μια μέρα πήρε τηλέφωνο η κυρία-Κ το Χρήστο. Και του είπε να με πάρει και να πάμε οι δυο μας κανένα απόγευμα να κάτσουμε από το σπίτι, να δεις κι εσύ κανέναν άνθρωπο. Εσύ δε μας ήθελες εκεί και το ξέραμε και αυτό. Μας χρειαζόσουν, αλλά δε μας ήθελες. Όμως μας ήθελε η κυρία-Κ για σένα και έπρεπε να έρθουμε.

Πολύ δύσκολη κατάσταση. Δύσκολοι καιροί, δύσκολος άνθρωπος κι εσύ – δεν ξέραμε τι να κάνουμε.

Τότε μου είπε η μάνα μου σοφά λόγια. Απλά αλλά σοφά.

Ότι σημασία έχει η παρουσία μας και όχι τι θα πούμε ή τι θα κάνουμε. Ότι δεν πρέπει ούτε να σου αλλάζουμε θέμα για να μην το σκέφτεσαι, ούτε να σε βάζουμε να το συζητάς για να το ξεπεράσεις. Πρέπει να μιλήσουμε μαζί σου για ό,τι θες εσύ. Για ό,τι έχεις εσύ ανάγκη να μιλήσεις.

Ήρθαμε λοιπόν δυο-τρία μεσημέρια με ακριβώς αυτόν το σκοπό.

Δεν ήσουν καλά. Δεν ήσουν καθόλου καλά. Δε γελούσες ποτέ πια. Δεν έβγαινες από το σπίτι σου, παρά τις επίμονες αλλά διακριτικές προσπάθειές μας να σε πάρουμε έστω ως την πλατεία, το σχολείο, το γήπεδο, το περίπτερο…

Τα πάντα σου τον θύμιζαν. Από το ποδήλατο ως το μπουκάλι της Coca Cola.

Ήσουν εγκλωβισμένος.

Ναι, είναι γολγοθάς. Τότε το κατάλαβα. Πώς γυρνάει ο κόσμος σου ανάποδα όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πώς χωρίζεται η ζωή σου στη ‘ζωή πριν’ και τη ‘ζωή μετά’.

Το παράδοξο σε όλα αυτά ήταν πως ένιωθες ένοχος... Ένιωθες ένοχος που δεν ήσουν εκεί να του πεις να βάλει το κράνος του… Όπως του έλεγες πάντα. Όταν ήσουν εκεί.

Δύσκολα μεσημέρια ήταν αυτά.

Και το πιο δύσκολο ήταν το τελευταίο.

Πίναμε τον καφέ μας όταν μας το είπες.

«Θα έρθει και ο ανηψιός μου από ‘δω.»

Ανηψιός… Ποιος ανηψιός…;

«Δεν μπορούσα να σας το πω. Το είχαμε κρατήσει μυστικό.»

Τι είχατε κρατήσει μυστικό…;

«Ο αδερφούλης μου ήταν λίγο άτακτος στα 17 του.»

Ο Σ…

«Γεννήθηκε το παιδί. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Δίναμε λίγα λεφτά στην κοπέλα. Το παιδί το λένε Χ. Η κοπέλα ήθελε να το πουν Χ, προς τιμήν του αδερφού της που είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν…». Πόσες τραγωδίες μαζί…;

Ο Σ ήταν πατέρας… Καθώς συνειδητοποιούσα τι είχε συμβεί, βίωνα το μεγαλύτερο σοκ στη ζωή μου.

Ήρθε η κοπέλα με το μικρό Χ. Ανήσυχος ο μικρός. Δεν ήξερε. Καταλάβαινε όμως. Καταλάβαινε μία αναστάτωση το παιδί.

«Πού είναι ο μπαμπάς…;»

Πού είναι ο μπαμπάς…

Η φράση αυτή αντηχεί μέσα μου και σήμερα και πάντα θα αντηχεί. Πάντα θα νιώθω τα μάτια του να με κοιτάνε και να σκέφτεται το παιδί «ποιοι είναι όλοι αυτοί και πού είναι ο μπαμπάς μου…;». Και θα σε ακούω να του απαντάς:

«Ο μπαμπάς είναι ταξίδι. Μακριά, πολύ μακριά.»

Μακριά, πολύ μακριά…

«Σου πήρε όμως δωράκια. Και μου είπε να σου πω πως σ’ αγαπάει πολύ… Έλα πάνω να σου τα δείξω.»

Δωράκια… Είχες πάει και του είχες πάρει δώρα… Από τον μπαμπά του…

Δείχνεις ένα απέραντο μεγαλείο ψυχής ώρες-ώρες…

Φύγαμε κι εκείνη τη μέρα, αλλά πέρασαν μέρες πολλές μέχρι να συνέλθω από το μεγαλύτερο σοκ που έχω ζήσει.

Με τον καιρό το ξεπέρασες κάπως. Θέλω να πιστεύω ότι σε βοηθήσαμε πολύ. Σε πείσαμε να βγεις από το σπίτι σου, σε σπρώξαμε να ξαναζήσεις τη ζωή σου.

Αλλά δε θα το ξεχάσεις ποτέ.

Όπως κι εγώ δε θα ξεχάσω ποτέ όλες αυτές τις στιγμές που έχασα τα λόγια και τη φωνή μου.

Έχω μάθει πια πώς να μιλάω και τι να λέω σ’ αυτές τις περιπτώσεις – λόγια καρμπόν, το παραδέχομαι, αλλά τι σημασία έχει αν κάνουν τους άλλους να νιώσουν καλύτερα.

Όμως ξέρεις πότε με κάνεις πάντα να χάνω τα λόγια μου;

Κάθε φορά που με κοιτάς στα μάτια και μου λες: «Η αδερφούλα σου καλά είναι; Να την προσέχεις Ιάσονα…»

Διάβαζα ένα post στο blog της Παραγράφου. Και τότε το συνειδητοποίησα. Ναι, πάνε 2 χρόνια…

14 Comments:

Blogger Alexandra said...

Ιάσωνα,

Πόνο και μελαγχολία αισθάνθηκα. Κόμπος στο λαιμό μου...

Έχω περάσει και εγώ το ίδιο για δικό μου άνθρωπο και ξέρω ακριβώς πόσο πονάει...

Καλά έκανες και το έγραψες, το άφησες ελεύθερο στο χαρτί χωρίς να το κρίνεις... είναι ένα είδος κάθαρσης.

Saturday, September 02, 2006 11:08:00 am  
Blogger paragrafos said...

Αγαπητέ Φίλε, πραγματι, κάποτε και μόνη η παρουσία μας είναι αρκετή στον άλλον. Δεν χρειάζεται να "παρηγορούμε" ή να φλυαρούμε. Απλώς να είμαστε κάπου έκει, να υπάρχουμε δίπλα του, να μας βλέπει στην άκρη του ματιού του, να δροσίζεται από τον ήσκιο μας, αυτό είναι το σημαντικότερο.

Με αγάπη

Παράγραφος

Saturday, September 02, 2006 11:43:00 am  
Blogger Marina said...

Ax ! H κάθε αποκοπή απο τα άτομα που αγαπάμε πονάει. Ο χρόνος δεν θεραπεύει, απλά αμβλύνει τον πόνο.

Σου εύχομαι να μην τον ξεχάσεις αλλά να θυμάσαι μόνο τις όμορφες στιγμές.

Saturday, September 02, 2006 12:03:00 pm  
Blogger Attalanti said...

"Όμως ξέρεις πότε με κάνεις πάντα να χάνω τα λόγια μου;"

Χωρίς άλλα λόγια από 'μένα.

Saturday, September 02, 2006 12:05:00 pm  
Blogger Serenity said...

Φαίνεται ο πόνος, φαίνεται κι η αγάπη...

Saturday, September 02, 2006 3:42:00 pm  
Blogger Anarchist said...

Άρνηση, Οργή, Κατάθλιψη, Αποδοχή.

Τα 4 στάδια του πένθους.

και εσύ δεν μπορείς να προσφέρεις τίποτα

Saturday, September 02, 2006 4:06:00 pm  
Blogger pwlina said...

Τελικά όντως μοιάζουμε πολύ Ιασωνάκι ε?Την πρώτη φορά δεν της είπα τίποτα...ούτε καν συλλυπητήριοα...νομίζω ότι θα ακουγόμουν τόσο χαζή και λίγη...τη δεύτερη φορά...ήθελα απλά να την πάρω ένα τηλέφωνο να της πω ότι είμαι εδώ...και στηρίζω την κόρη της...μείναν οι δυό τους...μιλήσαμε στο τηλέφωνο και η φωνή της μου έκοψε τα γόνατα...δε μπόρεσα να πω τίποτα..."Κυρία Ευγενία..............ε...η Κατερίνα είναι εκεί?"

Saturday, September 02, 2006 4:26:00 pm  
Anonymous Anonymous said...

χωρίς λόγια λοιπόν...

:'(

Saturday, September 02, 2006 11:44:00 pm  
Blogger ΠΡΕΖΑ TV said...

Σε τετοιες περιπτωσεις μονο σιωπη...

Sunday, September 03, 2006 9:38:00 pm  
Blogger ralou said...

Το έζησα. Το ξέρω.
Το να γράφεις για αυτό μετά από καιρό ισως να είναι λύτρωση.
Για σενα.
Για λίγο.

Monday, September 04, 2006 12:52:00 pm  
Blogger Unknown said...

ξέρω πολύ καλά τι ένιωσες δυστυχώς τα έχω περάσει και νομίζω ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι απλά να είσαι εκεί και ας μη λες τίποτα, εκεί ο ώμος που αν χρειαστεί θα μπορέσει να στηριχθεί :(

Wednesday, September 06, 2006 2:45:00 pm  
Blogger Strangeliz said...

kathomai kai skeutomai ti na pw...

tipota...

..."words are unaicesairy, they can only do harm"

Friday, September 08, 2006 12:34:00 pm  
Anonymous Anonymous said...

Κάποτε πέφτει η ψυχή,
εκεί που το κορμί σκοντάφτει.
Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,
μένεις απ' έξω.

Friday, September 08, 2006 12:45:00 pm  
Blogger maika said...

Ήρθα πάνω απο 3 φορές στο blogόσπιτό σου , διάβασα,σφίχτηκε το στομάχι μου, τα γόνατα μου κόπηκαν... και έφυγα χωρίς να αφήσω ίχνη..

Σήμερα επιτέλους κάτι μπορώ να πω..
Ούτε στον εχθρό του δεν θέλει κανείς ,νομίζω,να συμβεί κάτι τόσο τραγικό.

Δεν αντέχω να σκεφτώ τι ένιωσες και πως το ξεπέρασες.

Να προσέχεις τον εαυτό σου.
καληνύχτα

Saturday, September 09, 2006 9:15:00 pm  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home